Την οικογένειά σου αγάπα, μην τους παίρνεις τόσο στην πλάκα! Μόνο όταν χάνεις κάτι το εκτιμάς πραγματικά, δώσ' τους σημασία πριν να είναι αργά!

Γεια σας καλά μου παιδιά, έχω έρθει εδώ από πολύ μακριά για να σας πω μια ιστοριούλα για τη Μαρία και τη Φανούλα! Σε ένα μακρινό χωριό κάπου εκεί ψηλά σε ένα βουνό ζούσε μία οικογένεια που ήτανε μέσα στην ευγένεια! Τον μπαμπά τον έλεγαν Τάσο και του άρεζε να τρώει πράσο, τη μαμά την έλεγαν Άννα και το αγαπημένο της φρούτο ήταν η μπανάνα!

Το αντρόγυνο αυτό είχε και δύο κοριτσάκια που όμως δεν παίζαν με κουκλάκια. Τα ονόματα τους τα ξέρετε ήδη, ναι καλά το καταλάβατε, έχετε μπει και εσείς ήδη στο παιχνίδι! Μιλάω για το Μαράκι και τη Φανούλα, ξέχασα όμως να σας πω ότι η Φανούλα ως μικρότερη ήταν και πιο τσαχπινούλα! Η Μαρία ήταν εννιά χρονών κι η Φανούλα έξι, ήταν λοιπόν πολύ λογικό που ήθελε συνεχώς να παίξει! Έλα όμως που η Μαρία θύμωνε και πολλές φορές από τα νεύρα δεν της μίλαγε, σας λέω πως δεν έβγαζε ούτε λέξη!

Οι γονείς δούλευαν πολύ, ήταν πολύ εργατικοί. Ήταν όμως και φτωχοί, με το ζόρι έβγαζαν τα προς το ζην και ώρες ώρες έφταναν στο αμήν! Η Μαρία ανησυχούσε μα δεν το μαρτυρούσε, μόνο καθόταν και μονολογούσε: «Θεέ μου βοήθα τους γονείς μου να τα βγάλουν πέρα και κάνε να μεγαλώσω γρήγορα να πάω στην πόλη και να δουλέψω ως καμαριέρα, τους γονείς μου θέλω να βοηθήσω και με κάθε τρόπο θα το προσπαθήσω».

Η Φανούλα ως πιο μικρή ήταν πιο ανώριμη και χαρωπή. Μα στο κάτω κάτω ήταν μονάχα ένα παιδί που ήθελε να ευχαριστηθεί τη ζωή, να γελάσει και να εκτονωθεί! Πείραζε λοιπόν συνέχεια τη μεγάλη της την αδερφή, τόσο που γινόταν ενοχλητική! Τις προάλλες ξέρετε τι της έκανε το μικρό το διαβολάκι; Tης κόλλησε μία τσίχλα στο ξανθό της το μαλλάκι! Ποπό φωνές και φασαρία, ποιος την είδε και δεν τη φοβήθηκε τη Μαρία! Τη Φανούλα κυνηγούσε για να τη χτυπήσει, ευτυχώς που όρμηξε η μαμά να τις χωρίσει!

Μια άλλη πάλι φορά το άτακτο το πειραχτήρι πήγε και πήρε το μεγάλο ποτιστήρι και το γέμισε με αναψυκτικό, ξέρετε εκείνο το μαύρο το γευστικό. Φαντάζεστε την έκπληξη της Μαρίας, έβλεπε τα λουλούδια να μαραζώνουν με τη μία! Δεν άργησε να αντιληφθεί πως πίσω από όλα για ακόμη μια φορά κρυβόταν η μικρή, εκείνη έφταιγε που τα όμορφα φυτά είχαν καταστραφεί και γίνανε μαύρα αντί για λαχανί!

Για να μην αναφερθώ και σε μια άλλη μέρα που η Μαρία από τα νεύρα δεν της είπε ούτε καλημέρα! Τι της είχε κάνει όμως το προηγούμενο βράδυ η Φανή; Έριξε ζάχαρη μέσα στης Μαρίας το φαΐ! Έκανε τις φακές γλυκές σαν σοκολάτα και σαν να μην έφτανε αυτό έβαλε και μισό κουτί αλάτι μέσα στη σαλάτα! Η Μαρία έμεινε νηστική κι η όλη κατάσταση ήταν τραγική.

Για άλλη μια φορά το Μαράκι ξέσπασε στη Φανή και της είπε με δυνατή φωνή: «Σαν δεν ντρέπεσαι Φανή, φέρεσαι σαν μωρό παιδί, οι γονείς μας δουλεύουν ολημερίς κι ολονυχτίς για να μας προσφέρουν ένα πιάτο φαγητό και δεν είναι δα και μυστικό πως είμαστε από φτωχικό σπιτικό. Υπάρχουν μέρες που πεινάμε κι άλλες από το κρύο που τα κόκαλά μας πονάνε. Aλλά για σένα όλα είναι ένα μεγάλο αστείο, απορώ δεν σου μαθαίνουν πώς να είσαι πιο υπεύθυνη στο σχολείο; Όλα τα καταστρέφεις και την προσοχή των γονιών σε σένα συνέχεια θέλεις να στρέφεις».

Tα λόγια αυτά πλήγωσαν τη Φανή και την έκαναν να είναι την επόμενη μέρα πολύ πιο σοβαρή. Πήγε να ζητήσει συγγνώμη από τη Μαρία μα εκείνη την αγνόησε και το έπαιζε ιστορία. Η Φανούλα στενοχωρήθηκε πολύ και από τη θλίψη της δεν άγγιξε καν το πιάτο της με το φαΐ. Οι γονείς της ανησύχησαν: «Μα τι να έχει το παιδί; Mήπως είναι άρρωστο; Μήπως ζαλισμένο, μήπως έχει πονοκέφαλο γιατί είναι ματιασμένο;». Mάταια έψαχναν να βρουν ποια να 'ναι η αιτία, πού να το ήξεραν όμως πως ήταν η Μαρία!

Το ίδιο το βραδάκι η Φανούλα πήγε στης Μαρίας το κρεβατάκι και της ψιθύρισε στο αυτάκι: «Συγγνώμη για όλα αδερφούλα, αλλά αφού τόσο πολύ με αντιπαθείς θα φύγω για να μην με ξαναδείς. Την οικογένεια μου στενοχωρώ γι’ αυτό και σκοπεύω να εξαφανιστώ». Πήρε λοιπόν τα λιγοστά της ρουχαλάκια κι ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε μόνη της γρήγορα μέσα στη νύχτα να κυκλοφορεί.

Το επόμενο πρωί και λίγο πριν φύγουν οι γονείς για τη δουλειά, αναστατώνει η μαμά η Άννα με τις φωνές της όλη τη γύρω γειτονιά. Βλέπετε κάθε μέρα πήγαινε τα κορίτσια της στοργικά να φιλήσει, με γλυκόλογα να τα ξυπνήσει, να τα ταΐσει και στο σχολείο να τα αφήσει: «Τάσο πού 'ναι η Φανή;» ουρλιάζει η Άννα σαν τρελή: «Αχ χάσαμε άντρα μου το παιδί».

Ξυπνάει αναστατωμένη κι η Μαρία και στο μυαλό της έρχονται τα λόγια της Φανής σαν να τα είδε σε ταινία. «Μαμά, μπαμπά εγώ φταίω, την έδιωξα μακριά μας και τώρα δείτε με πώς κλαίω» αποκαλύπτει η Φανή, που έχει γίνει κατακόκκινη από το κλάμα και τη ντροπή. «Φέρθηκα τόσο άσχημα στην αξιολάτρευτη μου αδερφή κι ήμουνα μαζί της πολύ, πολύ σκληρή». «Τι λες παιδί μου;» αναρωτιούνται οι κακόμοιροι γονείς. «Δεν βλέπεις πως μας έκλεψαν το παιδί;» «Όχι καλέ μου πατερούλη και μητερούλα» τους απαντάει η Μαιρούλα. «Εγώ παίρνω όλη την ευθύνη και ξέρω πως φταίω και πως όλη η γειτονιά θα με κατακρίνει. Τώρα που την έχασα κατάλαβα πως εκείνη μας έδινε ζωντάνια, ακόμα και όταν έφτυνε στους περαστικούς από τα κεράσια τα κοτσάνια. Τώρα αναπολώ την κάθε μας στιγμή, την αδερφή μου νοσταλγώ και προσωπικά σας εγγυώμαι ότι θα τη βρω πριν έρθει το επόμενο πρωί».

Κι έτσι και ξεκίνησαν όλοι μαζί σαν ένα, τη Φανή να βρούνε και να αγκαλιαστούνε. Παράτησαν δουλειές, σχολεία κι είχαν μόνο της Φανής την αγωνία. Και ψάχνανε ώρες στους δρόμους, κατέβηκαν μέχρι και στους υπονόμους και τους ρωτούσαν όλους, θα έφταναν μέχρι και στους πόλους, έλα όμως που ο καλός Θεούλης τους σπλαχνίστηκε κι η Φανούλα μπροστά τους εμφανίστηκε. Ήτανε ταλαιπωρημένη και πολύ κουρασμένη. Χάρηκε τόσο που τους είδε που μάζεψε όση δύναμη είχε κι έτρεξε να τους φιλήσει και συγγνώμη να τους ζητήσει. Ήταν σίγουρη πως θα την έβαζαν τιμωρία, αλλά το μόνο που την ένοιαζε ήταν να τη συγχωρέσει η Μαρία. Η Μαρία αντί να της θυμώσει της είπε πόσο την αγαπά και πως την όλη της απότομη συμπεριφορά είχε μετανιώσει. Οι γονείς τις έσφιξαν και τις δύο στην αγκαλιά τους και τις έπνιξαν με τα φιλιά τους! Γύρισαν όλοι σπίτι και από τότε όλα άλλαξαν, τα δυο κορίτσια ποτέ τους άσχημη κουβέντα δεν αντάλλαξαν. Μόνο έπαιζαν μαζί κι έγινε και η Μαρία πολύ πιο εκδηλωτική!

Κι όταν πια έγιναν 18 χρονών, έφυγαν απ' το χωριό και σπούδασαν στην πόλη κι εκεί τις ζήλευαν όλοι, όχι γιατί ήταν πανέξυπνες ή πολύ όμορφες, αλλά για το πόσο πολύ αγαπούσε και στήριζε η μία την άλλη, άσε που διακρίθηκαν και στους χορούς, βλέπετε λάτρευαν το πεντοζάλι! Και καταλαβαίνετε πόσο περήφανους έκαναν τους γονείς τους, τις έβλεπαν και δάκρυα έσταζαν στο κορμί τους. Γι’ αυτό κι εσείς παιδιά να αγαπάτε τα αδέρφια σας, μπορεί καμιά φορά να σας βγάζουνε το λάδι, μα χωρίς αυτά δεν περνάει όμορφα το βράδυ μα ούτε κι η μέρα, αν ο αδερφός σου δεν σου πει μια γλυκιά καλημέρα! Και στις δύσκολες στιγμές, τότε θα το δείτε πως στον αδερφό και στους γονείς σας πρώτα θα απευθυνθείτε!

Πρέπει όμως κι εγώ τώρα σιγά σιγά να φεύγω, με την αδερφή μου έχω ραντεβού και θα νομίζει πως την αποφεύγω! Κι εσείς, όπως είπαμε, ποτέ να μην ξεχνάτε στα αδέρφια σας και στους γονείς σας να λέτε πόσο τους αγαπάτε!

Τake care!

Maro Wilde

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις