Το δικό μου παραμύθι! Γιατί ποτέ δεν θα σταματήσω να είμαι παιδί!

 H Nτόροθυ, ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι, ζούσε με τον θείο της τον Χένρυ και τη θεία της την Έμα στo Κέντγουντ στη Λουιζιάνα. Το κορίτσι είχε χάσει τους γονείς του στα έξι της χρόνια όταν ένας τεράστιος κυκλώνας τους παρέσυρε στο πέρασμα του. Από τότε κανείς ποτέ δεν τους ξαναείδε. Οι θείοι της Ντόροθυ ήτανε λιγομίλητοι άνθρωποι, γύρω στα εβδομήντα τους και πολύ δουλευταράδες. Όλη τους η περιουσία ήταν το σπιτάκι, μία μικρή φάρμα με λίγα ζώα και το αγρόκτημα τους το οποίο καλλιεργούσαν πρωί, βράδυ προκειμένου να έχουν φρέσκα τρόφιμα στο τραπέζι τους αλλά και να βγάζουν τα προς το ζην πουλώντας τα καθημερινά στην αγορά της πόλης.
 Εκείνοι ήτανε τόσο κουρασμένοι από την εξουθενωτική δουλειά που κάνανε όλα αυτά τα χρόνια αλλά ποτέ δεν παραπονιόντουσαν. Ήταν ευτυχισμένοι και ευχαριστούσαν τον Θεό που είχαν ζεστό φαγητό στο τραπέζι τους και κυρίως που είχανε ο ένας τον άλλον και τη μικρή Ντόροθυ που τους γέμιζε με ενέργεια και τους χάριζε ζωντάνια. Η Ντόροθυ τους βοηθούσε συνέχεια, τόσο στις δουλειές όσο και στο μαγείρεμα. Εργαζότανε και αυτή σκληρά αλλά όντας έφηβη της έλειπαν πολλά. Η περιοχή στην οποία έμεναν ήταν ψηλά στο βουνό και ήταν εγκαταλελειμμένη. Οι τρεις τους αποτελούσαν τους μόνους κατοίκους της και η απόσταση που τους χώριζε από την πόλη ήταν είκοσι χιλιόμετρα τα οποία έπρεπε να διασχίζουν αναγκαστικά  κάθε μέρα για να πάνε στην αγορά και έπειτα να γυρίσουν σπίτι. Ευτυχώς που διέθεταν ένα κάρο για να βάζουν την πραμάτεια τους και ένα άλογο για να τους μεταφέρει.
  Κάποιες μέρες η Ντόροθυ πήγαινε με τους θείους της στην αγορά ενώ άλλες έμενε σπίτι συμμάζευε και μαγείρευε. Μοναδική παρέα της Ντόροθυ όσο έλειπαν οι θείοι της αποτελούσε ο σκύλος της ο Τοτός. Ποτέ της δεν είχε κάποια φίλη, καμιά φορά όταν πήγαινε με τους θείους της στην αγορά στην πόλη έβλεπε κοριτσάκια να γελάνε, να λένε μυστικά, να διασκεδάζουν. Πόσο τις ζήλευε και τι δεν θα έδινε να ανήκε στην παρέα τους. Ονειρευόταν συχνά πως φεύγει από το απομονωμένο σπίτι τους και πως πάει να ζήσει σε κάποια από τις τεράστιες λαμπερές μεγαλουπόλεις που συχνά άκουγε να αναφέρουν στις κουβέντες τους στην αγορά οι μεγάλοι. Δεν θα σκεφτόταν ποτέ όμως να φύγει δίχως την άδεια των θείων της. Τους αγαπούσε τόσο πολύ, εκείνοι και το σκυλάκι της ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή της. Φανταζόταν λοιπόν ένα καλύτερο μέλλον για όλη τους την οικογένεια!
  Οι μέρες περνούσαν σχεδόν το ίδιο επαναληπτικά σαν να μην έχει κανείς τους να περιμένει κάτι. Η Ντόροθυ όμως ήλπιζε, ήτανε πολύ μικρή για να φάει όλη της τη ζωή παγιδευμένη σε ένα βουνό. Αλλά από την άλλη πού να πάει και τι να κάνει δίχως χρήματα; Όσα βγάζανε ίσα που έφταναν για να επιβιώσουνε. Κάποιες φορές η ίδια έκανε νύξη στους θείους της να δοκιμάσει την τύχη της σε κάποια άλλη πόλη, να βρει δουλειά εκεί, να μαζέψει χρήματα και να γυρίσει να πάρει και εκείνους μαζί της. Οι θείοι της όμως δεν έβλεπαν τα καλά οφέλη που θα προέκυπταν αν άνοιγε τα φτερά της η μικρή και επικεντρώνονταν στους κινδύνους που ελλόχευαν και στο κακό που θα μπορούσε να πάθει μόνη και αβοήθητη στον ξένο και μακρινό τόπο.
  Μια μέρα που η Ντόροθυ καθόταν στον πάγκο με τα τρόφιμα που πουλούσαν στην αγορά, έτυχε να περνά από εκεί ο μεγάλος κυβερνήτης της Λουιζιάνα μεταμφιεσμένος. Πρόσεξε αμέσως την πανέμορφη νεαρή κοπέλα που με ένα συνεχές χαμόγελο εξυπηρετούσε τους πελάτες. Πρόσεξε όμως και κάτι άλλο, έναν νεαρό, ο οποίος όσο η Ντόροθυ αμέριμνη έκανε τη δουλειά της, εκείνος ξάφριζε τα φρούτα από τον πάγκο. Αμέσως ο κυβερνήτης πέταξε την κάπα του και έβγαλε το τρομερό του σπαθί. Όλοι σάστισαν. << Ξέρεις ποια είναι η ποινή για τα κλεφτρόνια>>,είπε ο κυβερνήτης. << Μα, μα εγώ δεν, δεν έκανα κάτι>> απάντησε πανικόβλητο το αγόρι. << Και αυτά μέσα στον σάκο σου τι είναι;>> ρωτάει ο κυβερνήτης και με μία αστραπιαία κίνηση κόβει τον σάκο του παλικαριού στα δύο από όπου και πετάγονται τα κλεμμένα φρούτα. << Τώρα γρήγορα μαζί μου, θα σου κόψω τα χέρια όπως ορίζει ο νόμος και μετά θα σε φυλακίσω για να πάρεις το μάθημα σου>>.   Αμέσως η Ντόροθυ που δεν θα άντεχε να πάθει κάποιος κακό ορμάει στον κυβερνήτη και του λέει << Ποιος είστε εσείς κύριε και με ποιο δικαίωμα συλλαμβάνετε τον αδερφό μου;>> .<> απάντησε ο κυβερνήτης, <<Εγώ είμαι ο κυβερνήτης Harsh της Λουιζιάνα και αυτός εδώ είναι ένας κλέφτης που θα τιμωρηθεί>>. <<Ακούστε κύριε>> αποκρίθηκε η Ντόροθυ, << δεν πάτε να είστε και ο Πρόεδρος της Αμερικής, αυτός εδώ είναι ο αδερφός μου και κανείς δεν θα του κάνει κακό γιατί και ο ίδιος κανένα έγκλημα δεν διέπραξε. Και τώρα θα σας παρακαλούσα να πηγαίνατε γιατί τρομάζετε τους πελάτες και δεν φταίμε σε τίποτα να μείνουμε νηστικοί το μεσημέρι λόγω της απροσεξίας σας>>.  <<Είναι όπως τα λέει τσαρλατάνε;>> φώναξε ο Harsh στο αγόρι. <<Φυσικά κύριε κυβερνήτα>> λέει το αγόρι και αρπάζει αγκαλιά τη Ντόροθυ, << με την αδερφούλα μου είμαστε πολύ δεμένοι!>> .<<Θα σας την χαρίσω αυτή τη φορά ζωντόβολα>>, μουρμουρίζει ο Ηarsh και φεύγει.
 <<Λοιπόν καλή μου αδερφή, να συστηθούμε, Αλαντίν>>, είπε ο νεαρός, <<Ντόροθυ>>, απάντησε αμήχανα η μικρή. <<Αν σκεφτούμε πως μόλις μου έσωσες τη ζωή, σου είμαι αιώνια υποχρεωμένος, αλλά επειδή φαντάζομαι πως μια κοπέλα σαν εσένα δεν θέλει να τριγυρνάει με έναν αλήτη σαν εμένα, σε ευχαριστώ πολύ και εξαφανίζομαι ευθύς από μπροστά σου>>, είπε ο Αλαντίν και κάνει να φύγει. << Περίμενε>> του φωνάζει η Ντόροθυ,<< δεν περιμένεις πραγματικά ότι θα εξοφλήσεις έτσι απλά με ένα ευχαριστώ; Μου χρωστάς τεράστια χάρη, αν δεν ήμουν εγώ δεν θα είχες πια τα χεράκια σου για να κλέβεις ούτε την ελευθερία σου>>. <<Καλά, καλά δεν είμαι και κανένας αχάριστος>>, απάντησε ο Αλαντίν,<< αλλά τι μπορώ να σου προσφέρω εγώ; Το μόνο που έχω είναι ένα μαγικό χαλί>>. Η Ντόροθυ ενθουσιάστηκε και εξεπλάγη παράλληλα. <<Ένα τι;>> απάντησε. <<Α τίποτα μωρέ>>, καυχήθηκε δήθεν αδιάφορα ο Αλαντίν. << Έχω απλά ένα μαγικό χαλί που μπορεί να σε πάει όπου θέλεις>>. 
  <<Και αν λες αλήθεια>> αποκρίθηκε η Ντόροθυ <<τότε τι δουλειά έχεις εσύ στη μικρή αυτή πόλη;>>. <<Όπως θα παρατήρησες, είμαι πολύ πιο σκουρόχρωμος από όλους τους κατοίκους εδώ, και αυτό γιατί έρχομαι από τη μακρινή Αραβία αν έχεις ακουστά>> της είπε ο νεαρός. <<Απορώ πως ο κυβερνήτης σας πίστεψε πως είμαστε αδέρφια, εσύ είσαι πιο λευκή και από το γάλα και γεμάτη φακίδες>>. <<Και αυτό είναι κακό;>> ρώτησε θιγμένη η Ντόροθυ, << Κάθε άλλο>> απάντησε ο Αλαντίν, << είσαι η πιο όμορφη από όσα κορίτσια έχω δει και πίστεψε με έχω ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο>>. Η Ντόροθυ εμφανώς κοκκινισμένη του είπε << Πάρε με μαζί σου στο επόμενο ταξίδι σου, ας φύγουμε τώρα κιόλας. Θέλω να γυρίσω τον κόσμο, όλη μου τη ζωή την πέρασα έχοντας ως μοναδική συντροφιά τον σκύλο και τους θείους μου και είμαι τόσο μικρή ακόμα. Θέλω να ζήσω, να διασκεδάσω, να δω μέρη>>. <<Και οι δικοί σου; Δεν θα τρελαθούν από την αγωνία;>> Tης απάντησε ο Αλαντίν. <<Πάμε από το σπίτι μου να τους πω την απόφαση μου>> είπε η Ντόροθυ και έτρεξε προς το κάρο, << Πού πας ξεχασιάρα; Τώρα το χαλί μου είναι και δικό σου>>, της λέει ο Αλαντίν. <<Χαλί από εδώ η Ντόροθυ, Ντόροθυ από εδώ το χαλί>>.<<Χάρηκα πολύ χαλί>>, απαντάει η Ντόροθυ και προς έκπληξη της το χαλί σηκώνεται και της κάνει μια εγκάρδια χειραψία. Ανεβαίνουν και οι δύο στο χαλί και σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκονται στο σπίτι της Ντόροθυ!
  Εκεί η Ντόροθυ ανακοίνωσε στους θείους της πως θα φύγει με τον Αλαντίν και το μαγικό χαλί σε ένα ταξίδι γύρω από τη γη και προς μεγάλη της έκπληξη εκείνοι όχι μόνο δεν την εμπόδισαν αλλά υπήρξαν και ενθαρρυντικοί γιατί κατάλαβαν πως η ίδια ζούσε καταπιεσμένη και όχι ξένοιαστη και ανέμελη όπως θα έπρεπε να είναι ένα κορίτσι στα δεκαεφτά του, δίχως στερήσεις αλλά ανάμεσα σε παιδιά της ηλικίας του. Η Ντόροθυ τους υποσχέθηκε πως θα γυρνούσε σύντομα πίσω για να τους πάρει από εκεί και να ζήσουν στο πιο όμορφο μέρος του κόσμου, όπου κανείς τους δεν θα χρειαστεί να ξαναδουλέψει. Ήξερε καλύτερα από όλους πόσο ανάγκη για ξεκούραση είχαν οι δικοί της. Τους αποχαιρέτησε, πήρε τον Τοτό μαζί της και έφυγε μαζί με τον Αλαντίν πάνω στο μαγικό χαλί.
  Ο Αλαντίν την πήγε σε μέρη μαγικά που ούτε ο ίδιος είχε ξαναπάει. Οι δυο τους ερωτεύτηκαν από την πρώτη στιγμή και ήταν πρωτόγνωρο αίσθημα και για τους δύο! Ένα βράδυ καθώς πετούσαν αντίκρισαν από ψηλά μία χώρα που ήτανε καταπράσινη και έλαμπε σαν σμαράγδι. Αμέσως προσγειώθηκαν και μάθανε πως ήτανε η Χώρα του Οζ. Το χαλί τους πήγε στην πρωτεύουσα της χώρας ,τη Σμαραγδένια πολιτεία. Η πολιτεία αυτή είχε για τα καλά βγει από τα πιο παραμυθένια όνειρα τους. Όλα τα γνωστά σε εκείνους άψυχα αντικείμενα είχαν αποκτήσει ζωή. Ο Τοτός κοίταζε και εκείνος απορημένος όταν μπήκαν σε έναν φούρνο για να πάρουν ψωμί και ένα μπισκοτένιο ανθρωπάκι ήταν ο φούρναρης. <<Δεν θέλω να φανώ αγενής>>, είπε η Ντοροθυ,<<αλλά πώς γίνεται ένα μπισκότο σαν εσένα να είναι ζωντανό και να ψήνει ψωμί;>>. Ο μπισκοτάνθρωπος ξαφνιάστηκε, δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ του κάτι τέτοιο και έτσι δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν έβρισκε κάτι περίεργο στην όλη ύπαρξη του. Τότε εμφανίστηκαν και άλλοι μπισκοτένιοι πελάτες και ο Αλαντίν προσπάθησε να καλύψει την ερώτηση της καλής του. << Η Ντόροθυ από εδώ εννοεί, πώς γίνεται ένα τόσο μικρό πλασματάκι σαν εσένα να κάνει τόσο πεντανόστιμο ψωμί, μας έχει σπάσει τη μύτη εδώ και ώρα>>. Το μπισκοτάκι χάρηκε και προμήθευσε τους ταξιδιώτες με χειροποίητα εδέσματα φτιαγμένα από το ίδιο.
  Συνεχίζοντας την περιήγηση στην πολιτεία πέρασαν από ένα δάσος όπου βρήκαν ένα λιοντάρι να κλαίει. Η Ντόροθυ χωρίς να σκεφτεί καν πως διατρέχει κίνδυνο έτρεξε κοντά του και είπε<<Τι σου συμβαίνει καημενούλι;>> .<<Μακάρι να μιλούσες και να μας έλεγες για να σε βοηθουσαμε. <<Μα μιλάω>> αναφώνησε το λιοντάρι. <<Θα έπρεπε να το περιμένουμε>>, είπε ο Αλαντίν, << κάποιος έχει εμφυσήσει τα πάντα με ζωή εδώ πέρα>>. << Πες μας μεγάλο γατάκι τι έχεις και βογκάς;>>, ρώτησε η Ντόροθυ. <<Πάτησα καταλάθος έναν σκαντζόχοιρο και ένα τεράστιο αγκάθι σφηνώθηκε στο πατουσάκι μου>> απάντησε το λιοντάρι. << Άσε με να ρίξω μια ματιά>> λέει η Ντόροθυ που βγάζει ένα τσιμπιδάκι από τα μαλλιά της και μονομιάς αφαιρεί το αγκάθι ελευθερώνοντας το λιοντάρι από τους πόνους του. <<Κάτσε να σου βάλω και λίγη αλόη που κουβαλάω για να σου επουλωθεί πιο γρήγορα η πληγή>> λέει η Ντόροθυ που του αλείφει την πατούσα με λίγη κρέμα. Το λιοντάρι ζωντανεύει μονομιάς και ευχαριστεί τους ευγενικούς επισκέπτες.
  Λίγο πιο κάτω συναντάνε έναν άνθρωπο στη μέση του ποταμιού, να στέκεται εκεί ακίνητος. << Είστε καλά κύριε;>> ,φωνάζει ο Αλαντίν. Δεν παίρνει απόκριση καμία. Πετάνε με το χαλί πάνω από τον άνθρωπο και βλέπουν πως είναι ολόκληρος φτιαγμένος από τσίγκο. Τον σηκώνουν και τον βγάζουν στη στεριά. ''Αλαντίν πολύ πιθανόν να είναι και αυτός ζωντανός και απλά να σκούριασε και να μην μπορεί να μιλήσει, γρήγορα πετάξου να φέρεις λάδι από όποιο σπίτι είναι πιο κοντά και εγώ θα τον στεγνώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ>>. Είπε η Ντόροθυ. Έτσι και έγινε. Και αφού του λάδωσαν πρώτα το στόμα του, ο τενεκεδένιος άνθρωπος τους εξήγησε πως ο άνεμος του πήρε το τσεκούρι και το έριξε στο ποτάμι και εκείνος στην προσπάθεια του να το πάρει έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο νερό μέσα στο οποίο σκούριασε επί τόπου. Δεν μπόρεσε φυσικά να μην εκφράσει την τεράστια ευγνωμοσύνη που ένιωθε στους σωτήρες του. 
  Οι περιπέτειες του νεαρού ζευγαριού δεν έχουν τελειωμό αφού λίγα μέτρα πιο πέρα βλέπουνε έναν αχυράνθρωπο του οποίου τα ρούχα έχουνε τυλιχθεί στις φλόγες. Ο Αλαντίν δεν χάνει χρόνο τον αρπάζει, τον βάζει πάνω στο χαλί και τον πετάει στον ποτάμι από όπου τον βγάζει ένα λεπτό μετά στην ξηρά. << Καλοί μου άνθρωποι αν δεν ήσασταν εσείς θα είχα καεί ολοσχερώς. Προσπαθούσα να σπάσω μία πέτρα στα δύο για να φτιάξω σπίτι για κάτι φίλους μου μυρμήγκια και όπως τη χτυπούσα πάνω σε μια άλλη πέτρα σπίθες πετάχτηκαν και πήρα φωτιά. Πάντως οτιδήποτε και αν με χρειαστείτε μην διστάσετε να ζητήσετε τη βοήθεια μου, μπορεί να είμαι φτιαγμένο από άχυρο, αλλά ποτέ μην υποτιμάτε τη δύναμη κάποιου ακόμα και αν αυτός είναι φτιαγμένος από κάτι τόσο ανάλαφρο και μαλακό όσο το άχυρο>>.
  Σύντομα ο Αλαντίν, η Ντόροθυ και ο μικρός Τοτός είχανε φτάσει μπροστά σε ένα υπέρλαμπρο παλάτι. Εκεί όλοι οι φρουροί υποκλίνονταν σε αυτούς και τα δύο παιδιά ανναρωτιόντουσαν τι είχαν κάνει για να αξίζουν μια συμπεριφορά που αρμόζει μόνο σε βασιλείς. <<Και τώρα είστε έτοιμοι να γνωρίσετε τον μεγαλοδύναμο μάγο του Οζ και τη γυναίκα του την καλή νεράιδα και μάγισσα Γκλίντα>>. Τότε εμφανίζονται ο μάγος του Οζ και η Γκλίντα να κατεβαίνουν από την οροφή του παλατιού πετώντας. <<Καλώς ορίσατε Ντόροθυ, Αλαντίν και Τοτό στη Σμαραγδένια πολιτεία>> είπαν ο μάγος και η νεράιδα. <<Μα, πώς ξέρετε τα ονόματα μας;>>, ρώτησε η Ντόροθυ που μέχρι πριν λίγο πίστευε πως κάποιος μπορεί να πετάξει μόνο όταν έχει ενα μαγικό χαλί στη διάθεση του. <<Κάθε γενναία πράξη που συμβαίνει στο Οζ γνωστοποιείται αμέσως σε εμάς>> είπε η Γλίντα. <<Σώσατε τρεις πολύτιμους βοηθούς και φίλους μας, το λιοντάρι, τον τενεκεδένιο ξυλοκόπο και τον αχυράνθρωπο και εδώ στη Σμαραγδένια πολιτεία κάθε καλή πράξη που γίνεται άδολα και μέσα από την καρδιά έχει ως αποτέλεσμα την ανταμοιβή αυτού που την έκανε>>, είπε ο Οζ και συνέχισε,<<πείτε μου λοιπόν τι θέλετε να σας δώσω;>>
  O Aλαντίν πετάχτηκε πρώτος και είπε<< εγώ έχω όλα όσα χρειάζομαι μαζί μου, την Ντόροθυ που την αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο και το χαλί μου για να μας πηγαίνει ταξίδια. Λεφτά δεν χρειάζομαι γιατί όπου πάμε οι άνθρωποι είναι πολύ ευγενικοί μαζί μας και μας προσφέρουν ένα πιάτο φαγητό ακόμα και αν δεν τους περισσεύει, όμως ξέρω πως η Ντόροθυ θέλει κάτι και αν δε το ζητήσει η ίδια θα το ζητήσω εγώ για εκείνη>>. Η Ντόροθυ τότε είπε << είστε τόσο ευγενικοί που προθυμοποιείστε τρανοί μας μάγοι να μας κάνετε κάθε επιθυμία πράξη ενώ εμείς δεν κάναμε τίποτα αξιοπερίεργο. Όλοι θα βοηθούσαν τον διπλανό τους όταν εκείνος θα το είχε ανάγκη>>.<<Παρ'ολα αυτά>, συνέχισε <<εγώ θα ήθελα να ζητήσω κάτι>>. <<Θα ήθελα ο θείος μου ο Χένρυ και η θεία μου η Έμα που τόσο αγαπάω να μην ξαναχρειαζόταν να δουλέψουν και να ζούσαν σε μία όμορφη πόλη γεμάτη ανθρώπους, όπου θα είχαν φίλους και θα απολάμβαναν τη ζωή τους. Άμα τους ξέρατε θα συμφωνούσατε αμέσως. Εργάζονται τόσο σκληρά και δεν έχουν καθόλου χρόνο για να χαρούν. Προσπαθούνε όλα τα χρόνια να μην μου στερήσουν τίποτα και με εμπιστεύονται τόσο που με άφησαν να γυρίσω όλο τον κόσμο μαζί με τον Αλαντίν μου και ακόμα επειδή ήξεραν πόσο μόνη νιώθω μου έφεραν μέχρι και σκυλάκι. Ναι τον Τοτό μου εννοώ. Το μόνο που θέλω είναι να είναι ευτυχισμένοι και ξεκούραστοι οι θείοι μου. Αφού..
  <<Αφού τί;>> ρώτησε η Γκλίντα.<< Αφού έχω χάσει τους γονείς μου σε ηλικία έξι ετών>> απάντησε η Ντόροθυ και έβαλε τα κλάματα. <<Θα έδινα και τη ζωή μου ακόμα αν μπορούσα να τους ξαναδώ έστω μια φορά>> συμπλήρωσε με τρεμάμενη φωνή η μικρή που σπαρταρούσε τώρα σαν ψάρι στην αγκαλιά του αγαπημένου της. <<Αλλά ξέρω πως κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μόνο ο Θεός και εσείς με όλο τον σεβασμό είστε μάγοι, όχι Θεοί>>.
  << Ντόροθυ>> είπε ο Οζ με τη βροντερή του φωνή, <<εμείς πράγματι δεν μπορούμε να αναστήσουμε τους νεκρούς ,όμως μπορούμε να σου ξαναφέρουμε πίσω τους γονείς σου γιατί ποτέ δεν πέθαναν. Ο κυκλώνας πριν απο έντεκα χρόνια τους μετέφερε εδώ στο Οζ σώους και αβλαβείς. Μάλιστα το σπίτι μέσα στο οποίο βρίσκονταν προσγειώθηκε πάνω σε αυτό της Κακιάς μάγισσας Χάρυβδης με αποτέλεσμα εκείνη να εξαϋλωθεί επι τόπου, λύνοντας έτσι τα μάγια από τους μισούς κατοίκους του Οζ τους οποίους είχε υποδουλώσει και τους είχε κάνει υπηρέτες των σκοτεινών της προσταγμάτων>>. 
  << Δηλαδή οι γονείς μου είναι ζωντανοί;>>,ψέλλισε η Ντόροθυ με δέος και προσμονή. <<Ναι είναι και σε περιμένουν>> είπε με ένα χαμόγελο η όμορφη Γκλίντα δείχνοντας της μία πόρτα. Η Ντόροθυ αγκαλιάζει και φιλάει τον Αλαντίν και τρέχει να ανοίξει την πόρτα. Η καρδιά της κοντεύει να σπάσει. <<Μαμά, μπαμπά>>, φωνάζει και πέφτει στην αγκαλιά τους πνίγοντάς τους με φιλιά. <<Κοριτσάκι μας>> λένε οι γονείς της, <<πόσο μεγάλωσες, έγινες ολόκληρη κοπέλα>>. <<Γιατί, γιατί δεν ήρθατε πίσω; Με ξεχάσατε; Γιατι; Δεν έχει περάσει μέρα που να μην σας έχω σκεφτεί, που να μην σας έχω συμπεριλάβει στις προσευχές μου. Έλεγα πάντα στον καλό Θεούλη να σας έχει καλά και να σας λέει πόσο σας αγαπώ>>, είπε η μικρή.
  << Ντόροθυ ζούσαμε για τη μέρα που θα ερχόσουν να μας βρεις εδώ στο Οζ, βλέπεις το Οζ δεν βρίσκεται πουθενά στον χάρτη, όσα πλάσματα μένουν εδώ είναι μαγικά, δεν υπάρχει δρόμος που να πηγαίνει πίσω στη Λουιζιάνα>> είπε ο πατέρας της.<< Όχι μπαμπά κάνεις λάθος, έχουμε το μαγικό χαλί, εκείνο μας έφερε εδώ, εκείνο μπορεί να μας πάει και πίσω. Δεν θα πιστεύουν στα μάτια τους ο θείος Χένρυ και η θεία Έμα, θα είμαστε η πιο ευτυχισμένη οικογένεια στον κόσμο>> απάντησε με χαρά η Ντόροθυ. <<Αχ αγάπη μου>>, αναφώναξε η μαμά της και την ξανααγκάλιασε. Και αφού ο Αλαντίν γνωρίστηκε με τους γονείς της Ντόροθυ και έκλαψαν όλοι τους από ευτυχία, ευχαρίστησαν τον Οζ και την Γκλίντα για την υπέροχη φιλοξενία και ετοιμάστηκαν να φύγουν από τη χώρα.
  <<Πάρε αυτό μαζί σου Ντόροθυ>>, είπε ο Οζ και της έδωσε ένα λυχνάρι, είναι μαγικό απλά τρίψτο με το χέρι σου και όλη η μαγεία της πόλης αυτής θα εμφανιστεί μπροστά σου. << Γεια χαρά σας κάτοικοι του Οζ, θα είστε για πάντα στις καρδιές μας>>, φώναξαν οι τέσσερις ταξιδιώτες και ανέβηκαν στο χαλί ενώ ο Τοτός γάβγιζε συνέχεια και κουνούσε ανυπόμονα την ουρίτσα του, του είχε λείψει και εκείνου πολύ το σπίτι του.
  Σε λίγη ώρα βρίσκονταν και πάλι στη Λουιζιάνα. Η Ντόροθυ μπήκε πρώτη σπίτι και όρμηξε στους θείους της να τους αγκαλιάσει, της είχαν λείψει τόσο πολύ. Και εκείνοι ήταν τόσο χαρούμενοι που την ξαναείχαν κοντά τους. Η ζωή τους ήταν μισή χωρίς τη μικρή. Τότε η Ντόροθυ τους ρώτησε αν πιστεύουν στα θαύματα και φώναξε μέσα τους γονείς της. Οι θείοι της κοκάλωσαν για μια στιγμή. Ήταν σαν να μην είχε περάσει ούτε μία μέρα από πάνω τους. Ο χρόνος βλέπετε στο Οζ κυλάει διαφορετικά, πιο αργά από ότι στα άλλα μέρη του κόσμου, γι'αυτό και οι μάγισσες μένουνε ίδιες για πολλές πολλές πολλές δεκαετίες! Ο Αλαντίν και η Ντόροθυ διηγήθηκαν όλο τους το ταξίδι ενώ οι γονείς της μίλησαν για τα όμορφα χρόνια που πέρασαν στο Οζ. Όσο όμορφη όμως και αν ήταν η Σμαραγδένια πολιτεία ποτέ δεν ήταν απόλυτα ευτυχισμένοι δίχως την κόρη και την οικογένεια τους.
  Η Ντόροθυ δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρούμενη, βλέποντας όμως τα ρυτιδιασμένα και κουρασμένα πρόσωπα των θείων της θυμήθηκε την υπόσχεση που τους είχε δώσει. << Σας υποσχέθηκα πως όταν γυρίσω δεν θα ξαναχρειαστεί να δουλέψετε>>, είπε<< και αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω>>. Βγάζει το λυχνάρι το τρίβει και ένα τεράστιο, χαρωπό, κεφάτο τζίνι εμφανίζεται και λεει τραγουδιστά : Καλό βράδυ σε όλους είμαι το τζίνι του λυχναριού και κάνω κάθε ευχή πράξη, ακόμα και αν είναι του ποδαριού. Τώρα πες μου εσυ μικρή τι επιθυμείς; Λεφτά, πλούτη, παλάτια; Mήπως θέλεις να γίνεις ευγενής; Ό,τι θελήσεις μπορώ να στο δώσω, θέλεις κρέμα της στιγμής; Δεν θα σε προδώσω. Nα ξέρεις όμως πως αγάπη δεν μπορώ να σου προσφέρω, θέλω μα δεν θα τα καταφέρω, σε ζητήματα της καρδιάς εγώ πάω πάσο, μπορώ όμως καουμπόη να σε κάνω και να σου δώσω λάσο. Αν το ομορφόπαιδο από εδώ θέλεις να σε ερωτευτεί συγχώρεσε με μα δεν μπορώ να το κάνω με εσένα να βολευτεί. Κατα τάλλα μπορώ να κάνω τα πάντα, μπορώ ακόμα να σου φέρω σπίτι ένα τεράστιο πάντα ή ακόμα και αν θες να πιεις ένα τόνο Fanta! Δεν κάνω διαφήμιση απλά ο προηγούμενος κάτοχος μου ήταν ο ιδρυτής της Pepsi και πίστεψε με με είχε ρεζιλέψει! Στα δικά μας τώρα τι θα ήθελε η ομορφούλα; Μπορώ ακόμα να σε κάνω και ασχημούλα! Χαχαχα μα πώς τα λέω έτσι, είμαι πάντα στα κέφια μου όταν με αναλαμβάνει καινούριος ιδιοκτήτης και πάντα περίεργο να δω τι αλλοπρόσαλλο θα μου ζητήσει! Πριν 3500 χιλιάδες χρόνια ένας μου ζήτησε να χωρίσω τη θάλασσα στα δύο και να κάνει πως το έκανε εκείνος. Όλος ο λαός του τον πίστεψε και τον είχε σαν Θεό μετά! Λοιπόν είμαι όλος αυτιά.
  <<Θέλω να δώσεις στους θείους μου τα χαμένα τους χρόνια, αυτά που θυσίασαν και μόχθησαν για να μην μου λέιψει τίποτα, να τους δώσεις τις χαρές της ζωής που έχασαν και τα γέλια που δεν έβγαλαν γιατί σκεφτόντουσαν πόσο σκληρά πρέπει να δουλέψουν για να μην μείνω ποτέ νηστική, θέλω να τους κάνεις ξανά ευτυχισμένους>>, είπε η Ντόροθυ.<<Μικρή μας>> είπε συγκινημένος ο θείος Χένρυ, <<τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν είμαστε;>> <<Έχουμε αγάπη, τίποτα δεν αξίζει όσο αυτή και η δουλειά σε κάνει να εκτιμήσεις τα αγαθά ακόμα περισσότερο>>, συμπλήρωσε η θεία Έμα. Το τζίνι όμως τους διακόπτει<< μία ευχή πρέπει πάντα να εκπληρώνεται και η μικρή έχει δίκιο έχετε γίνει και οι δύο σαν σταφίδες μαραμένες από την κούραση>>. <<Χόκους πόκους, μακαρόνια φρικασέ , άμπρα κατάμπρα και ΜΠΟΥΜ ορίστε η ανανεωμένη σας οικογένεια!>>. Μέσα από τους καπνούς που γέμισε το σπίτι τους ξαφνικά βλέπουν όλοι πως βρίσκονται σε ένα εξωτικό μέρος, με καταγάλανα νερά, μέσα σε μία έπαυλη γεμάτη με φαγητά, γλυκά και το καλύτερο; O θείος Χένρυ και η θεία Έμα είναι νέοι, ναι, χάθηκαν και οι ρυτίδες και τα σημάδια του χρόνου. Αγκαλιάζονται όλοι συγκινημένοι και η Ντόροθυ λέει στο τζίνι<< Δεν χρειαζόταν να μπεις σε τόσο κόπο, το μόνο που ήθελα ήτανε μια όμορφη ζωή για την οικογένεια μου, δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω>>. 
  << Μην ανησυχείς μικρή μου όλα τα υλικά αγαθά που σας προσέφερα, τα οποία να συμπληρώσω δεν θα τελειώσουν ποτέ, αφού μόλις φας κάτι εμφανίζεται καινούριο στη θέση του, είναι μία ευγενική χορηγία του μάγου του Οζ και της Γκλίντα, τώρα κανείς σας δεν θα χρειαστεί να ξαναδουλέψει και μπορείτε να χαρείτε ό,τι σας στέρησε η άσχημη μοίρα, όσο για μένα, θα περιμένω στο μικρό μου δωματιάκι μέχρι να με ξαναχρειαστείτε>> ,είπε το τζίνι και ξαναμπήκε στο λυχνάρι του.
  <<Πρέπει να είναι πολύ άβολο να ζει εκεί μέσα>> σκέφτηκε ο Αλαντίν. <<Πράγματι>>, συμφώνησε η Ντόροθυ. <<Έχω μία ιδέα>>,αναφώνησε η μικρή>>. Ξανατρίβει το λυχνάρι και εμφανίζεται και πάλι το τζίνι. <<Έχω ακόμα μία ευχή έτοιμη>> είπε η μικρή <<και αυτή θα είναι η τελευταία μου, εύχομαι να ελευθερωθείς>>.<< Μία απελευθέρωση έρχεται>>λέει το τζίνι που δεν αντιλαμβάνεται αμέσως τι ζήτησε η Ντόροθυ. Ξαφνικά βλέπει να δεσμά του να σπάνε και είναι τόσο ευτυχισμένο που κάνει τούμπες στον αέρα και ουρλιάζει<< Ευχαριστώωωωωωωω>>. << Τώρα θα κάνω τις διακοπές που επιθυμούσα, εκατο χιλιάδες χρόνια μέσα στο λυχνάρι είναι πολλά, είναι πάρα πολλά>>. <<Τζίνι>> λέει ο Αλαντίν, είσαι ευπρόσδεκτο στην οικογένεια μας όποτε θέλεις. <<Λάθος Αλαντίν>> λέει η μαμά της Ντόροθυ,<< είναι μέλος της οικογένειας μας>. Αγκαλιάζονται όλοι και ζήσαν για πολλά πολλά χρόνια ως οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι της γης!


Take care
Maro Wilde!!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις