Mama i love you! Για τη ζωή μου, τη μανούλα μου, την ηρωίδα Αργυρίου Βαρβάρα !


  Τα θαύματα του αρχαίου κόσμου ήταν ως γνωστόν 7. Εγώ όμως δεν είμαι εδώ για να εκθειάσω τα περασμένα μεγαλεία τους, αλλά για να εξυμνήσω το σημαντικότερο και διαχρονικότερο θαύμα και αυτό δεν είναι άλλο από τη μητέρα. Φυσικά δεν θα μπορούσα να μιλήσω γενικά για τη μητρική αγάπη χωρίς να τη συγκεντρώσω όλη στο πρόσωπο της δικής μου μανούλας. Σίγουρα όμως η πλειονότητα των αναγνωστών θα βρει κοινά σημεία ταύτισης και θα προσπαθήσει να ανασύρει στη μνήμη της μερικές από τις στιγμές εκείνες που μαγεύτηκε από το μεγαλείο της μητρικής ψυχής και αυτοθυσίας.
  Καταρχήν της χρωστάμε ένα τεράστιο ευχαριστώ μόνο και μόνο που μας έφερε στον κόσμο μετά κόπων και βασάνων, γιατί όσο κι αν έχει προοδεύσει η τεχνολογία, ο πόνος της γέννας δεν απαλύνεται και η ταλαιπωρία των προηγούμενων 9 μηνών με εσένα που της κλοτσούσες συνέχεια τα σωθικά, προκαλώντας της ναυτίες, περίεργες ορέξεις (σαρδέλες με σοκολάτα) και κάνοντάς τις ορμόνες της να χτυπούν κόκκινο, σίγουρα είναι κάτι που ακόμα δεν θα έχει ξεχάσει, ιδίως αν το όμορφο σώμα της έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Παρ’ όλα αυτά δεν σου το  έχει «χτυπήσει» ποτέ, γιατί είσαι το σπουδαιότερο δώρο για εκείνη.
  Θυμάμαι όταν πήγαινα δημοτικό μου έφτιαχνε για πρωινό φρυγανισμένες φέτες ψωμιού με μέλι και βούτυρο και μου τις τάιζε με λαχτάρα μην τυχόν και φύγω έστω μια μέρα νηστική. Ακόμα και μέχρι πρόσφατα κάθε φορά που διάβαζα λίγο πριν δώσω εξετάσεις ερχόταν και με τάιζε για να κερδίσω χρόνο. Στο δρόμο για το σχολείο όταν ήμουν πρωινή μου αγόραζε πάντα κουλουράκια, τυροπιτάκια ή ότι καλό είχε ο φούρνος και χυμούς Ribena ενώ όταν ήμουν απογευματινή μου έβαζε σε ταπεράκι φαγητό το οποίο «έσπαζε» τη μύτη όλης της τάξης. Και μπορεί να έχω γευτεί γκουρμέ πιάτα σε πολύ καλά εστιατόρια διεθνώς, αλλά (όχι να το παινευτώ) η μαγειρική της μαμάς μου βάζει κάτω και αυτή του Jamie Oliver.
  Ήμουν από τα πιο άτακτα παιδιά που έχουν υπάρξει και όταν λέω παιδί εννοώ μέχρι και τα 17 μου, ωσότου δηλαδή διήρκεσε και το πείραγμα των γειτόνων με τα διάφορα τερτίπια που σκαρφιζόμουν. Καθημερινά λοιπόν «έβγαζα το λάδι» στις γειτόνισσες και κατ' επέκταση άθελα μου και στη μαμά μου, στην οποία κατέφευγαν όλες αυτές οι κλαψιάρες και διαμαρτύρονταν λέγοντας υπερβολές κι ανακρίβειες κατηγορώντας την κατά τ’ άλλα περιορισμένη δραστηριότητά μου. Τάχα δήθεν κακοπερνούσαν κι υπέφεραν, αλλά όπως γίνεται με τα περισσότερα πράγματα μόνο όταν τα χάνεις τα εκτιμάς. Τώρα πλέον με αναζητούν πιθανόν νοσταλγώντας τις ωραίες εκείνες στιγμές που τις ανέβαζα το αίμα στο κεφάλι και συνεπώς την αδρεναλίνη.
  Με τη «συμμορία» μου χτυπούσαμε κουδούνια, κάναμε φάρσες, μπουγελώναμε τους περαστικούς πετώντας τους μπαλονάκια γεμάτα νερό, φαγητά (αγαπημένος χαλβάς και μελιτζάνες) ή βρέχοντας τους με το λάστιχο. Δέναμε με κορδέλες και με λουριά τα αντικείμενα που είχαν στο μπαλκόνι τους οι αποκάτω και τα σηκώναμε με αποτέλεσμα να φαίνονται πως πετάνε, τους αφήναμε σημειώματα, λέγαμε τα κάλαντα σε άλλες εποχές εκτός των Χριστουγέννων, κάναμε τις δεκαοχτούρες και τα περιστέρια κάθε μεσημέρι, βάζαμε διαπασών τη μουσική τις ώρες κοινής ησυχίας και πολλά πολλά ακόμα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αστυνομία δεν είχε επισκεφθεί και λίγες φορές την οικία μου, ενώ μαινόμενοι περαστικοί που είχαν γίνει λούτσα χτυπούσαν απειλητικά συχνά πυκνά την πόρτα μου.
  Παράπονο δεν έχω, είχα φάει αρκετά χαστούκια από όλη τη γειτονιά, βέβαια δεν περιοριζόμουν μόνο στη δικιά μου, αφού κυρίες και από συνοικιακά κομμωτήρια, ανθοπωλεία και παντοπωλεία μου τις βρέχανε. Μόνο αφίσες με τη μούρη μου και απο κάτω τη λέξη «καταζητείται» δεν είχαν βγάλει. Και πού κατέφευγαν όλοι αυτοί οι θιγμένοι άνθρωποι; Στη μαμά μου! Η οποία γινόταν παντζάρι από τη ντροπή της. Μάταια προσπαθούσε να με συνετίσει και να μου δώσει να καταλάβω πως πρέπει να σταματήσω. Τι να σταματούσα; Αφού σύμφωνα με τα λεγόμενά μου δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. Τα αρνιόμουν όλα ή έλεγα πως οι φίλες μου ήταν οι υπαίτιοι και πως εγώ απλά τύχαινε να βρίσκομαι στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Η καλή μου είχε φτάσει σε σημείο να πιστεύει πως λέω αλήθεια και πως όχι μόνο δεν ήμουν εγώ ο εγκέφαλος της υπόθεσης, αλλά πως με παρέσερναν τα άλλα κορίτσια. Πλέον παραδέχομαι με περηφάνια ότι εγώ κρυβόμουν πίσω από κάθε αναστάτωση, αλλά μέχρι και σήμερα που μου λέει σε πόσο άσχημη θέση την έφερνα με το να απολογείται κάθε φορά για τις ατασθαλίες μου, δυσκολεύεται ακόμα και τώρα να χωνέψει πως εγώ ήμουν αυτή που υποκινούσε την «ανταρσία».
  Συχνά της λέω πως είναι μία μαγική ύπαρξη. Δεν μπορώ να εξηγήσω διαφορετικά το πώς καταφέρνει και κάνει καθημερινά τόσες δουλειές που θα κούραζαν μέχρι και μαραθωνοδρόμο. Ξυπνάει το χάραμα και μέχρι να κοιμηθεί αργά το βράδυ για 3 με 4 ώρες δεν ξεκουράζεται λεπτό, τρέχει συνεχώς να τα φροντίσει όλα, να μας περιποιηθεί όλους ανιδιοτελώς και να έχει τα πάντα στην εντέλεια. Δεν τρώει κάποιος ένα φαγητό; Θα κάνει δύο και τρία, να μην κακοκαρδίσει κανέναν. Πάντα δίνει στους άλλους τα καλύτερα κομμάτια, βάζοντας τον εαυτό της σε τελευταία θέση. Λίγες οι φορές που την έχω δει να τρώει ψάρι, ακόμα κι όταν περισσεύει το φυλάει να το φάνε τα παιδιά της το βράδυ. Μόνο όταν την απειλώ πως αν δεν φάει δεν θα φάω ούτε εγώ θα τσιμπήσει λίγο για να μου κάνει το χατίρι. Οι ανάγκες μας είναι πάντα πιο πάνω από τις δικές της.
  Πόσες θυσίες έχει κάνει για μένα; Πόσα στερείται για να μην μου λείπει τίποτα; Mε πόσα εφόδια προνόησε και με προίκισε από μικρή ηλικία για να είμαι εξασφαλισμένη στη ζωή μου; Συνέχεια προσφέρει και δεν ζητά τίποτα για αντάλλαγμα. Ξενυχτάει και περιμένει με αγωνία πότε θα γυρίσω σπίτι για να πέσει ήσυχη για ύπνο. Σε κάθε εξεταστική έτρεχε με τον μπαμπά στις πιο απόμερες βιβλιοθήκες για να μου φέρει τα ουκ ολίγα βιβλία που είχα για διάβασμα. Και οι καημένοι όπως μου τα έφερναν έτσι άθικτα και τα γυρνούσαν, αφού δεν προλάβαινα να αγγίξω και πολλά. Πόσες φορές έχει ξυπνήσει τον μπαμπά για να με πάνε κάπου κι άλλες πόσες για να με γυρίσουν από κάπου αλλού; Πόσες φορές έχει ξενυχτήσει μαζί μου για να με βοηθήσει να τελειώσω μία χειρωνακτική εργασία;
  Έχει αναλάβει χρέη ζωγράφου, μοδίστρας, στυλίστριας κι ότι άλλο απαιτούσε ο εκάστοτε καθηγητής. Δεν θα ξεχάσω στο Γυμνάσιο, ο καθηγητής ζωγραφικής μας προειδοποίησε πως αν όλες οι ζωγραφιές μας δεν ήταν ολοκληρωμένες μέχρι την ώρα που είχαμε μάθημα μαζί του, θα μας έβαζε κακό βαθμό. Αμαρτία να έπεφτε η γενική μου βαθμολογία. Το είπα στη μανούλα και μέχρι το απόγευμα όλες οι ζωγραφιές μου ήταν ως δια μαγείας τελειωμένες, εξάλλου οι γονείς μου θυμίζουν την ιστορία των ξωτικών και του παπουτσή. Εκείνος κοιμάται και το πρωί ξυπνάει και αντικρίζει έκθαμβος δεκάδες έτοιμα, πανέμορφα παπούτσια μπροστά του. Κάπως έτσι λοιπόν δρα και η μαμά μου, εγώ κοιμάμαι και εκείνη κάνει την τύχη μου να δουλεύει.
  Και σαν να μην έφτανε ο φόρτος εργασίας της, έχει να αντιμετωπίσει τη γκρίνια και τα νεύρα μας, γιατί που ξεσπάμε όλοι; Στη γλυκιά μας μαμά, που κάθεται καρτερικά και υπομένει την απαράδεχτη συμπεριφορά μας δίχως να δυσανασχετεί και χωρίς καν να υψώνει τον τόνο της φωνής της. Μάταια της φωνάζεις. Μπορεί κάλλιστα να σε βρίσει, τι νομίζεις; Πως μόνο εσύ μπορείς να τσιρίζεις και να αφηνιάζεις σαν τρελός; Aλλά δεν το κάνει, περιμένει απλά να σου περάσει και δεν κρατά κακία, όσο κι αν μέσα της πληγώνεται. Σαν τον Χριστούλη γυρνά και το άλλο μάγουλο.
  «Είμαι ευτυχισμένη όταν είσαι κι εσύ», μου λέει κάθε φορά που της λέω να κάνει κάτι και για τον ευατό της. Νιώθω λες κι αυτή η γυναίκα ήρθε σε αυτόν τον κόσμο για να προσέχει και να περιποιείται τους άλλους. Κι όχι μόνο την οικογένειά της για την οποία γίνεται χαλί να την πατήσουμε, αλλά και τους ξένους. Δεν είναι λίγες οι φορές που βοηθάει άλλους ανθρώπους, που τρέχει γι’ αυτούς, που έχει παλέψει για να σώσει παιδιά από κατεστραμμένες οικογένειες, που αγρύπνησε στο προσκεφάλι ασθενών στα νοσοκομεία οι οποίοι δεν είχαν κάποιον άλλον να νοιαστεί για τους ίδιους και που βοήθησε κάποιον να ορθοποδήσει και να βρει θέληση για τη ζωή. Κάποιοι της λένε πως είναι κορόιδο που δίνεται έτσι ολόψυχα σε ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα να της προσφέρουν και που πιθανόν να μην τη βοηθούσαν αν βρισκόταν στη θέση τους. Εγώ τη λέω Άνθρωπο που έχει αξίες και που νοιάζεται για τους γύρω της σκορπίζοντας καλοσύνη κι αγάπη όπου σταθεί κι όπου βρεθεί σαν μια καλή νεράιδα. Κι είναι πράγματι νεράιδα γιατί εκείνες δεν γερνάνε μόνο ομορφαίνουν κι από τότε που γεννήθηκα δεν έχει περάσει μέρα από πάνω της. Ο χρόνος τη βλέπει και δεν την αγγίζει, την προσπερνά, το ίδιο και η κούραση, αφού έχει ενέργεια για 10 εικοσάρες.
  Αλήθεια πιστεύω πως ο Θεός έστειλε κάποιους αγγέλους στη γη υπό τη μορφή ανθρώπων και είμαι αρκετά ευλογημένη ώστε να έχω αυτό το αγγελούδι για μητέρα. Εκείνη μπορεί με μία αγκαλιά της να διώξει κάθε εφιάλτη μου μακριά και με ένα της φιλί να με κάνει τόσο χαρούμενη. Μακάρι κάποτε να μπορέσω να της ανταποδώσω όση ευτυχία μου έχει απλόχερα χαρίσει. Μανούλα είσαι η ηρωίδα μου κι είσαι το πιο υπέροχο πλάσμα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.
  Αφιέρωσε κι εσύ λίγα λεπτά από τον χρόνο σου για να πεις στη μαμά σου πόσο την αγαπάς ή κάνε κάτι που να το αποδεικνύει. Δεν ξέρεις πόσο θα την χαροποιήσεις, εξάλλου αν κοιτάξεις καλύτερα θα δεις πως όλη της τη ζωή εκείνη θυσιάζεται για εσένα.

Για πάντα μαζί ζωή μου, εγώ και εσύ είμαστε ένα. Δεν έφυγες ποτέ. Θα με ξυπνήσεις με τα φιλιά σου όπως κάθε μέρα.

Το Μαράκι σου Μανουλίτσα μου.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις